Κύηση και κυτταρομεγαλοϊός (CMV)

Η διάγνωση της λοίμωξη από CMV βασίζεται στην ανεύρεση μεγαλοκυτταρικών εγκλείστων.

Γενικά

Ο κυτταρομεγαλοϊός (CMV), είναι το πιο συχνό αίτιο ιογενούς ενδομήτριας λοίμωξης και ο πιο γνωστός λοιμογόνος παράγοντας που προκαλεί βλάβες του εμβρύου. Οι γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας, έχουν προσβληθεί από τον ιό κάποια στιγμή της ζωής τους ποσοστό 55-85%. Κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης, μόνο ένα ποσοστό 1-4% των εγκύων που δεν είχαν ποτέ έλθει σε επαφή με τον ιό, μπορεί να προσβληθούν.

Η προσβολή από τον κυτταρομεγαλοϊό έχει σχέση κυρίως με το χαμηλό κοινωνικοοικονομικό επίπεδο, τις πολλαπλές κυήσεις, την μεγάλη ηλικία και τους πολλούς ερωτικούς συντρόφους. Η νόσηση από τον κυτταρομεγαλοϊό δεν αφήνει ανοσία και επομένως η επαναμόλυνση είναι πάντα πιθανή. Η πρωτοπαθής λοίμωξη της μητέρας είναι περοσσότερο επικίνδυνη για το έμβρυο από την υποτροπή της λοίμωξης και ιδίως, όταν αυτό συμβαίνει κατά το πρώτο και δεύτερο τρίμηνο της κύησης. Η πιο συνηθησμένη μορφή εκδήλωσης της νόσου είναι η ασυμπτωματική, τόσο στα παιδιά όσο και τους ενήλικες.

Τρόποι μετάδοσης

Η μετάδοση του ιού γίνεται με τη σεξουαλική επαφή και γενικότερα από τις εκκρίσεις του γεννητικού συστήματος, όπως και κατά την διάρκεια του θηλασμού και με την επαφή με μολυσμένα ούρα, λόχεια και αίμα. Επίσης, η μετάδοση της περιγεννητικής λοίμωξης μπορεί να γίνει είτε μέσω του πλακούντα από την μητέρα στο έμβρυο είτε με ανιούσα λοίμωξη από το μολυσμένο τράχηλο. Το ποσοστό μετάδοση της λοίμωξης στο έμβρυο μετά από πρωτοπαθή λοίμωξη της μητέρας κυμαίνεται μεταξύ 15-50%.

Κλινική εικόνα

Η κλινική εκδήλωση της νόσου μπορεί να παρουσιαστεί με την εικόνα μονοπυρήνωσης, ήπιας μορφής ηπατίτιδας, διάμεσης πνευμονίας, αιμολυτικής αναιμίας, θρομβοκυτταροπενίας και συμπτώματα από το κεντρικό νευρικό και γαστρεντερικό σύστημα.
Στο σύνολο των γεννήσεων, η συχνότητα της συγγενούς της λοίμωξης από CMV είναι σε ποσοστό 1-2%, ενώ οι μητέρες που έχουν προσβληθεί από τον ιό, μεταδίδουν διαπλακουντιακά τον ιο στο έμβρυο σε ποσοστό 45%. Τα νεογέννητα αναπτύσσουν κλινική νόσο, σε ποσοστό 5-10%, ενώ από όσα νεογνά νοσήσουν, στο 2-4% παρατηρείται σοβαρή προσβολή που περιλαμβάνει βλάβες του κεντρικού νευρικού συστήματος, αμφιβληστροειδοπάθεια, θρομβοκυτταροπενία και βλάβες του γαστρεντερικού συστήματος.

Διάγνωση

Η διάγνωση της λοίμωξη από CMV βασίζεται στην ανεύρεση μεγαλοκυτταρικών εγκλείστων ή στην απομόνωση του ιού σε διάφορες εκκρίσεις κυρίως στα ούρα. Η απομόνωση του γίνεται με κυτταροκαλλιέργεια ή με την αναζήτηση της μεθόδου αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης σε δείγματα αίματος, ούρων σάλιου και αμνιακού υγρού που εξετάζονται για την παρουσία DNA του ιού και τέλος με ειδικές ορολογικές αντιδράσεις.

Η ορολογική διάγνωση της λοίμωξη από CMV γίνεται με προσδιορισμό των IgG και IgM αντισωμάτων. Τα άτομα με θετικά IgG αντισώματα, χαρακτηρίζονται ως οροθετικά. Τα IgM αντισώματα βρίσκονται στην πρωτοπαθή λοίμωξη και στην υποτροπή παλαιάς λοίμωξης, τα οποία παραμένουν στον οργανισμό γαι αρκετούς μήνες και η ανευρεσή τους στον ορό των εγκύων γυναικών μπορεί να αφορά και σε λοίμωξη που έλαβε χώρα πριν από την σύλληψη. Για την σωστή διάγνωση λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος κύησης κατά την λοίμωξη, η απουσία ή η παρουσία ευρημάτων από το υπερηχογράφημα, όπως και αν υπάρχουν τα αποτελεσματα από των προγεννητικών εξετάσεων. Σε έγκυες που είναι οροαρνητικές για CMV πρέπει να γίνετε επαναληπτικός έλεγχος στο πρώτο και στο δεύτερο τρίμηνο της κύησης. Ο προληπτικός έλεγχος περιλαμβάνει και τον εμβολιασμό.

Θεραπεία

Τα αποτελέσματα της θεραπείας με ιντερφερόνη δεν είναι ικανοποιητικά, όπως επίσης και η παθητική προφύλαξη με γ-σφαιρίνη. Συνεπώς, η μοναδική δυνατή προφύλαξη είναι η πρόληψη της νόσου, όπως η απομάκρυνση των εγκύων από γνωστές αιτίες μετάδοσης του ιού, που είναι τα τμήματα νεογνών, τα ιδρύματα σπαστικών παιδιών, τα νηπιαγωγεία κ.λπ.

Διαβάστε επίσης

MediSign - Πρόγραμμα Ιατρείου - myDATA ready!

Πρόγραμμα Ιατρείου, ραντεβού, ηλεκτρονική τιμολόγηση, αποστολή στο myDATA με ένα click!

Αφήστε μια απάντηση