Κύηση και σύφιλη

Γενικά

Η σύφιλη οφείλεται στην ωχρά σπειροχαίτη. Τα τελευταία χρόνια η νόσος εμφανίζει μία έκδηλη επιδημιολογική έξαρση. Η σύφιλη διακρίνεται στην πρωτογενή και δευτερογενή σύφιλη. Τα χαρακτηριστικά της πρωτογενούς σύφιλης είναι το συφιλιδικό έλκος, που εμφανίζεται 10-20 ημέρες μετά την έκθεση της γυναίκας στη νόσο, το οποίο είναι επώδυνο και εντοπίζεται στο αιδοίο, στον κόλπο ή στον τράχηλο. Επίσης συχνά υπάρχει σύστοιχη επώδυνη λεμφαδενίτιδα στη βουβωνική περιοχή. Το συφιλιδικό έλκος εξαφανίζεται, ακόμη και χωρίς θεραπεία, εντός 2-6 εβδομάδων. Μετά την υποχώρησή του και εάν η σύφιλη δεν έχει διαγνωστεί και δεν έχει χορηγηθεί η κατάλληλη θεραπεία επέρχεται το δευτερογενές στάδιο της βακτηριδιαιμίας, του οποίου τα κύρια συμπτώματα είναι τα δέκατα, η γενικευμένη λεμφαδενίτιδα, η καταβολή των δυνάμεων, η προσβολή του δέρματος και των βλεννογόνων, τα πλατέα κονδυλώματα και το κηλοδοβλατιδώδες εξάνθημα, που εμφανίζεται κυρίως στις παλάμες και στα πέλματα. Τα συμπτώματα και αυτού του σταδίου εξαφανίζονται εντός 2-6 εβδομάδων, οπότε ο ασθενής βρίσκεται πλέον στο λανθάνον στάδιο της νόσου, το οποίο διακρίνεται στην πρώιμη λανθάνουσα φάση και στην όψιμη λανθάνουσα φάση, κατά την οποία η νόσος δε μεταδίδεται με τη σεξουαλική επαφή αλλά η σπειροχαίτη μπορεί να μεταφερθεί μέσω του πλακούντα στο έμβρυο.

Διάγνωση

Η διάγνωση της σύφιλης στηρίζεται στην κλινική εικόνα, στα επιδημιολογικά χαρακτηριστικά της και στη διενέργεια ορολογικών αντιδράσεων για την εξεύρεση των ειδικών αντισωμάτων. Οι ορολογικές αντιδράσεις διακρίνονται στις ειδικές και στις μη ειδικές. Συνήθως οι μη ειδικές δοκιμασίες αποτελούν εξετάσεις ρουτίνας κατά την κύηση και οι εξετάσεις αυτές γίνονται θετικές σε ποσοστό 5-70% στην πρωτογενή σύφιλη και 100% στη δευτερογενή και στην πρώιμη λανθάνουσα. Ωστόσο σε ορισμένες περιπτώσεις όπου η μητέρα κάνει χρήση ναρκωτικών ουσιών ή πάσχει από ερυθυματώδη λύκο, ή ελονοσία ή λεπτοσπείρωση, οι οροαντιδράσεις αυτές μπορεί να θετικοποιούνται ψευδώς. Οι ειδικές δοκιμασίες χρησιμοποιούνται συνήθως για επιβεβαίωση της παρουσίας της νόσου, ή όταν οι μη ειδικές δεν μπορούν να την καθορίσουν.

Επιδράσεις στο έμβρυο

Οι περιπτώσεις σύφιλης, που δεν έχουν διαγνωστεί ή που δεν έχουν υποβληθεί στην κατάλληλη θεραπευτική αγωγή επιφέρουν σοβαρότατες επιπλοκές στο έμβρυο όπως ο ενδομήτριος θάντατος, ο πρόωρος τοκετός, η καθυστέρηση ανάπτυξης του εμβρύου. Οι επιπλοκές αυτές αφορούν περίπου τα 2/3 των ασθενών. Τα έμβρυα δε των εγκύων ασθενών που δεν υποβάλλονται στη θεραπεία και βρίσκονται στο στάδιο πρωτογενούς ή δευτερογενούς σύφιλης θεωρείται ότι είναι μολυσμένα σε ποσοστό 100, ενώ το ποσοστό των νεογνών που θα εμφανίσουν συγγενή σύφιλη ανέρχεται στο 60%. Στην λανθάνουσα μορφή το ποσοστό συγγενούς σύφιλης ελαττώνεται βαθμιαία με την αύξηση του χρόνου από την έναρξή της από 40% στο 10%.

Συγγενής σύφιλη

Η συγγενής σύφιλη προκαλείται είτε μέσω του πλακούντα στο έμβρυο είτε από την περιγεννητική λοίμωξη του νεογνού. Η μεταφορά της σπειροχαίτης διαπλακουντιακά πραγματοποιείται κυρίως από την 16 εβδομάδα και η βαρύτητα των επιπλοκών εξαρτάται από το στάδιο της νόσου και την ποσότητα της βακτηριδιαιμίας.

Τα συμπτώματα της συγγενούς σύφιλης είναι η ενδομήτρια καθυστέρηση της ανάπτυξης του εμβρύου και η γέννηση λιποβαρών νεογνών, η ρινίτιδα, το ερυθηματοβλατιδώδες εξάνθημα, η ηπατοσπληνομεγαλία, ο ίκτερος, η υδροκεφαλία, η κερατίτιδα, η αναιμία, θρομβοπενία. Στο νεογνό τα συμπτώματα που μπορεί να εκδηλωθούν είναι ηπατοσπληνομεγαλία, λεμφαδενοπάθεια, αιμόλυση. ’λλα όψιμα συμπτώματα της συγγενούς σύφιλης είναι η διάμεση κερατοειδίτιδα, η απώλεια ακοής σε ήχους υψηλής συχνότητας, η διαφοροποιημένη ομιλία ενώ δεν αποκλείεται και η εμφάνιση μόνιμων αλλοιώσεων όπως υποπλασία της άνω γνάθου και των ρινικών οστών, η διάτρηση του ρινικού διαφράγματος και της υπερώας, καθώς και τα χαρακτηριστικά δόντια Hutchinson (βαρελοειδείς κοπτήρες).

Αντιμετώπιση

Το φάρμακο για τη θεραπεία της σύφιλης είναι η πενικιλλίνη, η οποία χορηγείται και σε εγκύους και σε μη εγκύους. Σε άτομα αλλεργικά στην πενικιλίνη χορηγείται ερυθρομυκίνη. Ενώ όμως το φάρμακο έχει πολύ καλά αποτελέσματα για την αντιμετώπιση της νόσου στη μητέρα, δεν έχει τα ίδια αποτελέσματα στο έμβρυο γιατί δεν διαπερνά ικανοποιητικά τον πλακούντα και για το λόγο αυτό πρέπει να χορηγηθεί πενικιλίνη για 10 ημέρες και στο νεογνό. Οι δερματικές συγγενικές βλάβες του νεογνού γίνονται στείρες μικροβίων εντός 8 ημερών από την πρώτη ενδομυική χορήγηση του φαρμάκου στο νεογέννητο.

Διαβάστε επίσης

MediSign - Πρόγραμμα Ιατρείου - myDATA ready!

Πρόγραμμα Ιατρείου, ραντεβού, ηλεκτρονική τιμολόγηση, αποστολή στο myDATA με ένα click!

Αφήστε μια απάντηση